Η λεύκη είναι δερματοπάθεια γνωστή από την αρχαιότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από τον αποχρωματισμό του δέρματος. Προσβάλλει και τα δύο φύλλα εξ’ ίσου και μερικές φορές υπάρχει κληρονομικότητα. Μπορεί να εμφανιστεί σε όλες τις ηλικίες αλλά συνήθως αρχίζει πριν τα 20 χρόνια.
Ο αποχρωματισμός αυτός εμφανίζει συνήθως συμμετρία, εντοπίζεται δε κυρίως στην περιωνυχική χώρα, στις μασχάλες, στα βλέφαρα, στο πρόσωπο αλλά και στη γεννητική χώρα. Η λεύκη θεωρείται αυτοάνοσος ασθένεια γι’ αυτό πολλές φορές συνδυάζεται με άλλες ασθένειες όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, υπέρ- ή υποθυρεοειδισμό, αλωπεκία, σκληροδερμία κ.α.
Οι δερματικές βλάβες της λεύκης είναι κηλίδες που μπορούν να έχουν μέγεθος από 5 χιλιοστά έως 5 εκατοστά ή ακόμη μεγαλύτερες. Η λεύκη εξελίσσεται είτε με αύξηση του μεγέθους των βλαβών που ήδη υπάρχουν, είτε με την εμφάνιση νέων κηλίδων. Συνήθως η πάθηση ακολουθεί βραδεία πορεία και εξέλιξη. Πρόκειται για μια χρόνια διαταραχή και δεν εμφανίζεται μέσα σε μια ημέρα. Στην περιοχή των βλαβών, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρουσιάζεται κνησμός (φαγούρα) και υπεριδρωσία.
Πρόβλεψη για την εξέλιξη της λεύκης δεν υπάρχει. Μπορεί να παραμείνει ως έχει, να επεκταθεί ή να θεραπευθεί από μόνη της. Μερικές φορές οι αχρωματικές κηλίδες καταλαμβάνουν ολόκληρο το σώμα και μπορεί να προσβάλουν ακόμα και τις τρίχες και τα μαλλιά (λευκά τσουλούφια).
Δεδομένου ότι η λεύκη είναι αυτόάνοση ασθένεια, δημιουργεί σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα στους ασθενείς, τα οποία με τη σειρά τους επιδεινώνουν τη νόσο. Υπάρχει όμως και ένα θετικό με τη λεύκη. Οι πάσχοντες διατρέχουν μειωμένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του δέρματος και μάλιστα μελάνωμα.
Η λεύκη είναι μία νόσος για την οποία προς το παρόν δεν υπάρχουν οριστικές και πλήρως αποτελεσματικές θεραπείες. Σε όλους τους ασθενείς συνιστάται η χρήση αντηλιακών με υψηλό δείκτη προστασίας και δίνονται συμβουλές για κάλυψη των βλαβών με ειδικές χρωστικές. Η θεραπεία για τη λεύκη πρέπει να γίνεται με επίβλεψη και παρακολούθηση από δερματολόγο με εμπειρία στο πρόβλημα. Δεν πρέπει οι ασθενείς από μόνοι τους ανεξέλεγκτα να χρησιμοποιούν τοπικά φάρμακα ή να κάνουν φωτοθεραπεία.
Σε αυτούς που πάσχουν από ήπιες μορφές λεύκης, η συμβατική θεραπεία περιλαμβάνει τοπικά κορτικοστεροειδή, που φαίνεται να είναι αποτελεσματικά, αλλά ακριβά, ειδικά για τους νεότερους ασθενείς που θα πρέπει να τα χρησιμοποιήσουν για καιρό. Τα τοπικά στεροειδή έχουν τις ίδιες παρενέργειες με τα πόσιμα και στις οποίες περιλαμβάνεται η λέπτυνση του δέρματος, προβλήματα στην ανάπτυξη και ορμονικές διαταραχές. Για πιο ακραίες περιπτώσεις λεύκης, η πιο αποδεκτή θεραπεία είναι η συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων χρωστικών κυττάρων στην επιφάνεια του δέρματος μέσω φωτοθεραπείας (UVA ή UVB) που εφαρμόζεται είτε μόνη της, είτε σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες όπως τα φάρμακα ψωραλενίου.
Όταν η πάθηση έχει εμφανιστεί πρόσφατα, σημειώνονται επιτυχίες με το φάρμακο ψωραλένιο (με επάλειψη ή από το στόμα), σε συνδυασμό με την έκθεση στον ήλιο ή με υπεριώδη ακτινοβολία. Το ψωραλένιο είναι ένα φωτοευαίσθητο φάρμακο, το οποίο διεγείρει τη μελάγχρωση. Η θεραπεία αυτή πρέπει πάντα να εφαρμόζεται με καθοδήγηση δερματολόγου, με προστασία των ματιών, έλεγχο αίματος κάθε χρόνο, χρήση αντηλιακών προϊόντων σε κάθε έκθεση στον ήλιο κ.ά. Συνεχίζεται επί αρκετούς μήνες έως δύο χρόνια και έχει επιτυχία στο 70-80% των περιπτώσεων. Δεν εφαρμόζεται όμως στα παιδιά γιατί θεωρείται τοξική.