Από τα σοβαρότερα και ύπουλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι η σύφιλη. Πολλοί ασθενείς είναι ασυμπτωματικοί και εάν δε διαγνωσθεί εγκαίρως και δε γίνει η σωστή θεραπεία της νόσου, γίνεται χρόνια και συστηματική έχει ποικίλες εκδηλώσεις και προσβάλει δέρμα, βλεννογόνους, σπλάχνα, το κυκλοφορικό , καθώς και νευρικό σύστημα. Οι ασυμπτωματικοί ασθενείς δε σημαίνει ότι δεν είναι φορείς στη νόσου.
Η σύφιλη οφείλεται στο εξαιρετικά λοιμογόνο βακτήριο την «ωχρά σπειροχαίτη» η οποία έχει κάνει την εμφάνισής της από την αρχαιότητα σε Ελλάδα, Ρώμη και Κίνα και αναφέρεται ως «αφροδίσια πανούκλα». Η έμμεση μετάδοση είναι ασυνήθιστη, γιατί καταστρέφεται σε συνθήκες περιβάλλοντος. Είναι ευαίσθητη σε μέτρια ζέστη ή κρύο, ξηρασία, απολυμαντικά και αντιβιοτικά. Οι διαταραχές στη σύφιλη σχεδόν αποκλειστικά οφείλονται στη φλεγμονώδη / ανοσολογική αντίδραση του οργανισμού. Η νόσος μεταδίδεται :
α) κατά τη σεξουαλική επαφή μέσω των εκκρίσεων και των διαβρώσεων, και ευνοείται από τη θερμότητα και την υγρασία που επικρατεί στα γεννητικά όργανα και το στόμα. Η πιθανότητα μόλυνσης μετά από επαφή με μολυσμένο άτομο είναι 33%.
β) μετά από επαφή με αίμα μολυσμένου ατόμου.
γ) με μετάγγιση νωπού αίματος.
δ) αλλά και κατ την εγκυμοσύνη εφόσον νοσεί η μητέρα τότε το έμβρυο μπορεί να μολυνθεί είτε μέσω του πλακούντα, ή κατά τον τοκετό.
Tο 1/3 τον ατόμων που έρχονται σε επαφή με το μικρόβιο, θα αναπτύξει τη νόσο. Μετά από 20 περίπου ημέρες θα παρουσιαστεί το συφιλιδικό έλκος που εμφανίζεται κυρίως στα γεννητικά όργανα, στη γλώσσα στα χείλη στις αμυγδαλές, στις θηλές στα δάχτυλα αλλά και σε άλλα σημεία όπου υπάρχει εκδορά για να μπει το βακτήριο. Η νόσος εμφανίζεται κυρίως σε άνδρες 20-40 ετών και περιλαμβάνει τρία στάδια.
Στο 1ο στάδιο (πρωτο γεννής σύφιλη) εμφανίζεται το έλκος μέσα σε 2-3 εβδομάδες μετά τη μόλυνση. Ακόμη και χωρίς αγωγή το 75% θ α επουλωθεί από μόνο του και ο ασθενής να μη καταλάβει ότι νοσεί κυρίως όταν τα έλκη είναι εσωτερικά (κόλπο –ορθό).
Στο 2ο στάδιο περνάει το 35% εκείνων που δεν αντιμετώπισαν το 1ο στάδιο, το οποίο ξεκινά μετά τις 6 εβδομάδες. Ο ασθενής εμφανίζει συμπτώματα που μοιάζουν με την κοινή γρίπη ( πυρετό, αίσθημα κόπωσης, εξάνθημα, μυαλγίες και αρθραλγίες, απώλεια της όρεξης) καθώς και άλλα συμπτώματα. αλλά και διογκωμένους λεμφαδένες, μεγέθυνση στο σπλήνα και το συκώτι. Τα έλκη μπορεί να επιμένουν για μήνες και να εξαπλώνονται μαζί με άλλες δερματικές βλάβες αλλά δεν αποκλείεται και να απουσιάζουν εντελώς.
Παρουσιάζουν εξανθήματα στις παλάμες και τα πέλματα, στον κορμό , κατά τόπους αλωπεκία στο κεφάλι, στα γένια.
Τα συμπτώματα του δευτέρου σταδίου χωρίς θεραπεία κάποια στιγμή αποδράμουν και πέφτουν σε λανθάνουσα κατάσταση η οποία μπορεί να κρατήσει και 4 έτη. Συνήθως αφορά ασθενείς (περίπου το 25%) οι οποίοι δεν έκαναν θεραπεία στο δεύτερο στάδιο της νόσου.
Ο ασθενής μπορεί να μη παρουσιάζει συμπτώματα αλλα εξακολουθεί να είναι φορές. Σταματάει να είναι φορέας σε 1-2 έτη από την έναρξη της νόσου. το 1/3 θα οδηγηθεί στο επόμενο στάδιο της τριτογόνου σύφιλης η οποία αποτελεί το τελικό στάδιο της νόσου.
Στο 3ο στάδιο η νόσος μπορεί να προσβάλλει το καρδιοαγγειακό σύστημα, το κεντρικό νευρικό, και να οδηγήσει στην εμφάνιση κοκκιωμάτων σε διάφορα όργανα του ανθρώπου.
α. Κομμιωματώδης/καλοήθης (16%) από 1- 46 έτη
β. Καδιαγγειακή (10%) 20 – 30 έτη από μόλυνση
γ. Νευροσύφιλη (7%) 3 – 50 έτη από μόλυνση.
Αντιμετώπιση
Πέραν της κλινικής εικόνας η οποία δε βοηθάει ξεκάθαρα η διάγνωση γίνεται με αιματολογικές εξετάσεις (VDRL, RPR και FTA-ABS) οι οποίες ανιχνεύουν ουσίες που απελευθερώνουν τα βακτήρια της σύφιλης. Η θεραπεία για την αντιμετώπιση της νόσου είναι τα αντιβιοτικά και αλλάζει σύμφωνα με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η νόσος.
Επίσης ο ασθενής πρέπει να υποβάλλεται σε ορολογικές εξετάσεις κατά τον 3ο, 6ο, 12ο, και 24ο μήνα, μετά τη διάγνωση της νόσου, προκειμένου να διαπιστωθεί η αποδρομή της λοίμωξης. Μέχρις ότου δύο διαδοχικές ορολογικές εξετάσεις δείξουν ότι η λοίμωξη θεραπεύτηκε, η σεξουαλική επαφή θα πρέπει να αποφεύγεται.