Η ψώρα είναι μολυσματική παρασιτική δερματοπάθεια που οφείλεται στο άκαρι της ψώρας και μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, με άμεση ή έμμεση επαφή. Το άκαρι της ψώρας προτιμά τα σημεία του δέρματος που είναι λεπτά και άτριχα. Αντίθετα, αποφεύγει περιοχές με υψηλή πυκνότητα τριχών πιθανότατα επειδή παρεμποδίζουν την άνετη πορεία του στην επιδερμίδα κατά τη διάνοιξη της σήραγγας.
Χαρακτηρίζεται από κνησμό και σχηματισμό σηράγγων τις οποίες βρίσκουμε κυρίως στις μεσοδακτύλιες πτυχές, στις παλάμες, στους καρπούς και στις ποδοκνημικές αρθρώσεις. Η σήραγγες δημιουργούνται από τα θηλυκά ακάρεα, που εισδύουν στο δέρμα και εναποθέτουν τα αυγά τους από τα οποία θα βγουν τα νέα παράσιτα. Ο ασθενής θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως σχολαστικός στην εφαρμογή των οδηγιών.
Μαζί με τον ασθενή θα πρέπει να υποβάλλονται σε θεραπεία και όλα τα μέλη της οικογένειάς του. Δεν χρειάζεται να υποβληθούν σε θεραπεία άτομα που είχαν οποιαδήποτε τυχαία επαφή με τον ασθενή, όπως μια χειραψία. Για μεγαλύτερη ασφάλεια πρέπει τα κλινοσκεπάσματα, εσώρουχα και είδη ρουχισμού που χρησιμοποιήθηκαν από τον ασθενή και το περιβάλλον του, να απολυμανθούν ή να υποστούν στεγνό καθάρισμα σε υψηλή θερμοκρασία.
Από την έναρξη των συμπτωμάτων της ψώρας και μέχρι την διάγνωσή της, συχνά μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα με έντονο κνησμό. Ο ασθενής δε θα πρέπει να χρησιμοποιεί σκληρά σφουγγάρια και βούρτσες κατά τη διάρκεια του μπάνιου. Ο ασθενής ανακουφίζεται από τα συμπτώματα της ψώρας εντός τριών ημερών από την έναρξη της αγωγής, ενώ παύει να μεταδίδει την νόσο περίπου 24 ώρες μετά την θεραπεία με ένα αποτελεσματικό αντιψωρικό παράγοντα.
Βλάβες ψώρας δεν παρατηρούνται ούτε στο πρόσωπο, ούτε στην πλάτη ή στο τριχωτό της κεφαλής. Η θεραπεία πρέπει να επεκταθεί σε όλα τα άτομα που μένουν μαζί ή έρχονται σε στενή επαφή με τον ασθενή. Μπορεί κανείς να προφυλαχτεί από την ψώρα με το συχνό πλύσιμο των χεριών, κάνοντας καθημερινά μπάνιο και αποφεύγοντας να χρησιμοποιεί ρούχα άλλων ανθρώπων.